- πιγγουίκουλα
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης σκροφουλαριώδη, τής οικογένειας λεντιβουλαριίδες, που περιλαμβάνει 46 είδη μικρών ποωδών εντομοφάγων φυτών σε υγρούς βιοτόπους τών εύκρατων και ψυχρών περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, μερικά από τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά για τα ωραία άνθη τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pinguicula < λατ. pinguiculus «παχουλός», υποκορ. τού pinguis «παχύς»].
Dictionary of Greek. 2013.